- αντιφυλακή
- ἀντιφυλακή, η (Α)αμοιβαία προφύλαξη (για πλοία που φυλάγονται από τον δυνατό άνεμο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιφυλακῇ — ἀντιφυλακή a watching against fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιφυλακαί — ἀντιφυλακή a watching against fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιφυλακάς — ἀντιφυλακά̱ς , ἀντιφυλακή a watching against fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)